Γ. ΚΟΛΕΜΠΑΣ:Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ "ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ"
Ο στόχος που συμφωνήθηκε στο Παρίσι, δηλαδή να περιορισθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την προ-βιομηχανική περίοδο, παρέχει το κριτήριο αξιολόγησης για την αποτελεσματικότητα των μέτρων μείωσης των εκπομπών, με εμπειρικό τρόπο. Στην τελευταία έκθεσή της, η επιτροπή IPCC του ΟΗΕ αναφέρει ένα υπόλοιπο 270 δισεκατομμυρίων τόνων άνθρακα (C) ή ισοδύναμων 991 δισεκατομμυρίων τόνων CO2 που μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να απορροφήσει η ατμόσφαιρα στην περίοδο 2013-2100, αν ο στόχος του 1, 5 ° τηρηθεί. Με βάση αυτό, μπορεί εύκολα να καθορισθούν οι ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που αντιστοιχούν σε κάθε άτομο: Στα τέσσερα χρόνια μετά την αναφορά αυτή (2013-2016) οι εκπομπές ήταν στα 160 δισεκατομμύρια τόνους CO2, που αν αφαιρεθούν από τους 991 που ήταν ο προϋπολογισμός του 2013, μένουν 831 δισεκατομμύρια τόνοι CO2 που μπορούμε να εκπέμψουμε συνολικά από το 2017 έως το τέλος αιώνα. Διαιρεμένο με τα 83 χρόνια που μένουν, έχουμε ως αποτέλεσμα έναν ετήσιο προϋπολογισμό 10 δισεκατομμυρίων τόνων CO2. Με έναν αναμενόμενο, για το υπόλοιπο του αιώνα, παγκόσμιο πληθυσμό 9 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, αυτό οδηγεί σε ένα ετήσιο ποσό εκπομπής ενός περίπου τόνου CO2 ανά άτομο.
Ας δούμε τι συμβαίνει π.χ. με τη Γερμανία, που δηλώνει πρώτη ότι θα πάρει τα απαιτούμενα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών της και η Μέρκελ μετά το 2009 -όπου στη συνάντηση της Κοπεγχάγης ο Ομπάμα αποποιήθηκε τη δυνατότητα των ΗΠΑ να λάβει δραστικά μέτρα- διεκδίκησε τον ρόλο της ηγέτιδας δύναμης για την προστασία του κλίματος. Ο προϋπολογισμός για όλους τους ανθρώπους στη Γερμανία των 83 εκατομμυρίων κατοίκων είναι 83 εκατομ. τόνοι, που είναι ένα φυσικό όριο το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνουν οι ετήσιες γερμανικές εκπομπές. Αλλά το 2015 η Γερμανία υπερέβη αυτόν τον προϋπολογισμό κατά δέκα φορές τουλάχιστον, αφού είχε εκπομπές 908 εκατομμυρίων τόνων CO2. Και σε αυτές δεν περιλαμβάνονται οι «ενσωματωμένες εκπομπές» που εμπίπτουν στατιστικά σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου για τα αμέτρητα καταναλωτικά αγαθά τα οποία, αν και παράγονται εκεί, στη συνέχεια καταναλώνονται αποκλειστικά από τους ανθρώπους στη Γερμανία. Το όριο εκπομπών των 749 εκατομμυρίων τόνων που ορίζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας για το 2020, θα υπερβεί κατά 9 φορές τον πραγματικό εθνικό της προϋπολογισμό. Με αυτό το στόχο, ο γερμανικός προϋπολογισμός του αιώνα θα δαπανηθεί σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Με αυτή την έννοια τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον επιδιωκόμενο από τη Γερμανία ποσό εκπομπών των 62,5 έως 250 εκατομμυρίων τόνων CO2, για το 2050 – ένας στόχος με ανακρίβεια 400% .
Τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν την αδικία αυτού του σκόπιμου σχεδιασμού: το κλίμα δεν έχει αποσταθεροποιηθεί εντελώς μέχρι σήμερα, μόνο και μόνο επειδή άλλοι άνθρωποι σε άλλα μέρη της γης εκπέμπουν πολύ λιγότερο από ό, τι δικαιούνται, σύμφωνα με τον παραπάνω προϋπολογισμό. Ζουν στην Αφρική, την Ασία, την Κεντρική και τη Νότια Αμερική και έχουν επωφεληθεί μόνο περιθωριακά από την ορυκτή ενέργεια. Και είναι ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στις περιοχές που αντιμετωπίζουν σήμερα τους μεγαλύτερους κινδύνους από την αλλαγή του κλίματος μέσω των ολοένα συχνότερων και μεγαλύτερων τυφώνων, των πλημμυρών και της ξηρασίας. Οι άνθρωποι στα νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού π.χ. πρέπει να φοβούνται ότι θα χάσουν ολόκληρα τα νησιά τους στη θάλασσα.
Οι μη ρεαλιστικοί στόχοι που επέλεξε η σημερινή γενιά ενηλίκων είναι όμως και μια επιβολή για τις επόμενες γενιές: όσο περισσότερο ξοδεύεται σήμερα ο προϋπολογισμός, τόσο λιγότερα θα μείνουν για τα παιδιά και τα εγγόνια που έχουν γεννηθεί σήμερα και που χρειάζονται επειγόντως πρόσθετους πόρους για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι σημερινές γενιές δανείζονται σήμερα υπέρμετρους πόρους από τις επόμενες και τους κληρονομούν μεγάλα οικολογικά χρέη.
Το πάρτυ τέλειωσε!
Μελετώντας τα στοιχεία για τη Γερμανία(γιατί για τη χώρα μας στην ουσία δεν υπάρχουν): μεταξύ του 2012 και 2015, η Γερμανία μείωσε τις εκπομπές κατά 3% (από 926 εκατομμύρια τόνους σε 908 εκατομμύρια τόνους). Για να επιτευχθεί μέχρι το 2020 ο-κατά 9 φορές υψηλότερος-καθορισμένος στόχος των 749 εκατομμυρίων τόνων που αναφέραμε πιο πάνω, απαιτείται μείωση των εκπομπών κατά 17% των εκπομπών του 2015. Για το πόσο βαθιά θα επηρεάσει αυτή η απαιτούμενη μείωση το οικονομικό σύστημα, μπορεί κανείς να το καταλάβει από την εφάπαξ μείωση των εκπομπών κατά 7% από το 2008 έως το 2009, κατά τη διάρκεια της πιο σοβαρής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η βραχυπρόθεσμη επίδραση αποδεικνύει τη θανατηφόρα σχέση εξάρτησης μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων, της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της χρήσης ενέργειας και πόρων.
Μείωση στο ένα δέκατο[1], αυτό είναι το πρωτοφανές καθήκον της εποχής μας, στον «αναπτυγμένο» κόσμο. Οι καταναλωτικές κοινωνίες του παγκόσμιου Βορρά-Δύσης βρίσκονται μπροστά στην ανάγκη για μια βαθιά πολιτιστική αλλαγή. Για να είναι αυτή εποικοδομητική (γιατί ένα τελευταίο ξέσπασμα βίας και πόλεμος θα καταναλώσει τον πλανήτη γρήγορα και οριστικά), χρειάζεται δικαιοσύνη. Αλλά η νομολογία και η έρευνα αντί να εισαγάγουν το Δίκαιο ως εργαλείο ειρηνικής και φωτισμένης αλλαγής στις διαπραγματεύσεις και την οικουμενική πολιτική συζήτηση, κρύβονται πίσω από τα εναλλακτικά δεδομένα των επίσημων πλάνων προστασίας του κλίματος και των αναποτελεσματικών συστημάτων εμπορίας εκπομπών, πράγμα που συνιστά αφέλεια, αν όχι κάτι άλλο.
Η σημερινή νομολογία δεν κάνει το απαραίτητο παραπέρα βήμα και αγνοεί την εμπειρική σχέση μεταξύ των καταναγκασμών της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των οικοσυστημάτων που καταρρέουν ανεπανόρθωτα. Είναι αδιανόητο ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να σπαταλούν τους σπάνιους πόρους με την υπερπαραγωγή αυγών και τόνων φθηνού κρέατος ή να επιτρέπεται να τους «καίνε» σε ταξίδια του Σαββατοκύριακου με αεροπλάνο, επειδή «αξίζει» και "πληρώνουν". Μια μόνο υπερατλαντική πτήση αρκεί για την υπέρβαση του ετήσιου προϋπολογισμού CO2 του ταξιδιώτη και οι αεροπορικές εταιρείες εξακολουθούν να μην πληρώνουν μέχρι σήμερα ούτε ένα σεντς φόρου πετρελαιοειδών για τα καύσιμα των αεροσκαφών τους. Η λογική μιας παγκόσμιας οικονομίας στην οποία λίγοι άνθρωποι έχουν τα πάντα και 2 δισεκατομμύρια δεν έχουν τίποτα, δεν μπορεί να σταθεί με τίποτα. Αυτό το πάρτι έχει ήδη τελειώσει, έτσι και αλλιώς.
Υπάρχει κάποια αλλαγή σε εξέλιξη
Όταν το 2004, ο βρετανός ερευνητής Rob Hopkins ίδρυσε το δίκτυο των πόλεων σε μετάβαση(Transition-Town Net ), ήταν ήδη γνωστό ότι η καύση των εντοπισμένων κοιτασμάτων άνθρακα, πετρελαίου και αερίου θα προκαλούσε αύξηση θερμοκρασίας από 6 έως 8 ° Κελσίου έως το έτος 2100. Με τη βοήθεια των τοπικών νομισμάτων, ο Χόπκινς θέλει να επιτύχει τη μαζική επανατοπικοποίηση μιας παραγωγής βασισμένης στην επιστροφή στα βασικά αναγκαία αγαθά. Αντί για βιομηχανικά γεωργικά προϊόντα των οποίων οι τιμές διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο και με αυτόν τον τρόπο έχουμε κερδοσκοπία σε βάρος των φτωχότερων αγροτών, οι περιφερειακές γεωργικές δομές πρέπει να επιτρέπουν και να επιδιώκουν την οικολογική και κοινωνικά δίκαιη παραγωγή από ελεύθερους αγρότες-ισες. Από το 2005, οι πόλεις Kinsale στην Ιρλανδία και Totnes στην Αγγλία εφαρμόζουν αυτό το πλάνο με τους κατοίκους τους.
Οι άνθρωποι εδώ επιθυμούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία απεξάρτησης από τα καύσιμα. Σε μόλις ένα χρόνο, αναπτύχθηκαν π.χ. στο Totnes ένα τοπικό νόμισμα, αστικοί κήποι, ανταλλακτικά δίκτυα και η συμμετοχή των πολιτών σε έναν δημοκρατικό διάλογο.
Και στη Γερμανία οι άνθρωποι γίνονται δημιουργικοί για να ξεφύγουν από τους καταναγκασμούς του κέρδους και της ανάπτυξης και να ρυθμίσουν εκ νέου και με καλύτερη ποιότητα την καθημερινότητά τους. Για περισσότερα από 25 χρόνια, γίνεται πράξη ο συνδυασμός του κλασικού εταιρικού δικαίου με αυτό των συλλόγων κοινού σκοπού, όπως είναι η πανσπερμία των συλλόγων που ασχολούνται με τον ενεργειακό εφοδιασμό από Ήπιες Μορφές Ενέργειας, πράγμα που επιτρέπει την αυτοδιαχείριση των συνθηκών ζωής και τη μακροχρόνια απεξάρτηση από την ιδιοκτησία.
Οι συνεταιριστικές ενώσεις ειδικά στη γεωργία, είχαν μια παράδοση στην Ευρώπη και πριν τη κρίση. Την συνεχίζουν εντονότερα και κατά τη διάρκειά της. Αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια ένα μοντέλο της λεγόμενης Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας (ΚΥΓΕΩ), στο οποίο τα μέλη μπορούν να επισκέπτονται συμμετέχοντα αγροκτήματα και μαζί με τους αγρότες, υπολογίζουν τα έξοδα (μισθούς, υλικές δαπάνες, ζωοτροφές κ.λπ.) που απαιτούνται για την διαχείρισή τους κατά το επόμενο έτος. Αυτά τα έξοδα στη συνέχεια, μετατρέπονται ως μηνιαίες συνεισφορές για όλα τα μέλη, τα οποία βέβαια λαμβάνουν ως αντάλλαγμα για τις συνεταιριστικές μετοχές τους, εβδομαδιαίες μερίδες λαχανικών, γάλακτος και κρέατος. Διανέμονται δηλαδή πάντα μόνο αυτά που υπάρχουν κάθε φορά στα αγροκτήματα-μέλη. Το μοντέλο αποτελεί παράδειγμα γεωργίας που χαρακτηρίζεται από την ποιότητα, τη διαφάνεια, την αυτοδιαχείριση και κυρίως από τη μικρή αποδεκτή κλίμακα και την εγγύτητα των αποστάσεων.
Στην Ελλάδα της κρίσης και των «μνημονίων» έχει επιστρέψει σε ένα βαθμό το κοινοτικό πνεύμα. Καθόλα αυτά τα χρόνια έχει λάβει χώρα στην νεοελληνική κοινωνία μία διαδικασία, με κεντρικό άξονα την επανανοηματοδότηση του αξιακού μας συστήματος και των πολιτικών μας προταγμάτων. Μεμονωμένα άτομα αλλά και ομάδες, συλλογικότητες και κινήματα έχουν αναπτυχθεί παντού, έχουν αφήσει πίσω τους το «αναπτυξιακό» μοντέλο που προωθεί τον καταναλωτικό τρόπο ζωής και έχουν υιοθετήσει άλλες φιλοσοφίες και άλλους τρόπους προσωπικής και συλλογικής διαβίωσης. Υπάρχουν κινήματα υπεράσπισης των κοινών αγαθών, αντίστασης στην εκποίηση των φυσικών πόρων και στις κατά τόπους καταστροφές που προκαλεί ή απειλεί να προκαλέσει η ανάπτυξη των πολυεθνικών και του γιγαντισμού στους τομείς των εξορύξεων, της ενέργειας, του τουρισμού κ.α. Υπάρχουν επίσης συλλογικότητες κοινωνικής αλληλεγγύης και συνεργατικών εγχειρημάτων αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας στους τομείς του εμπορίου και της πρωτογενούς παραγωγής.
Η πολύχρονη πορεία ζωής όλων αυτών των ανθρώπων, ομάδων και συλλογικοτήτων έχει αποδείξει ότι υπάρχουν υγιή και δυναμικά κοινωνικά κύτταρα, οι δράσεις των οποίων επιθυμούν να συναντηθούν και να συντονιστούν, έτσι ώστε να εκφραστεί η κοινή πολιτική τους φιλοσοφία, σε μια προοπτική μετασχηματισμού που ανοίγει το δρόμο για μια κοινωνία που θα στηριχθεί:
• στο αποαναπτυξιακό μοντέλο της οικονομίας των αναγκών, της επάρκειας και του μικρότερου οικολογικού αποτυπώματος στη βάση της αντίληψης της λιτής αφθονίας,
• στην κοινοτική οργάνωση με βάση την προσωπική και συλλογική αυτονομία,
• σε αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς και στη θέσμιση της άμεσης δημοκρατίαςμε τη μορφή του ομοσπονδιακού Κοινοτισμού.
Υπάρχουν λοιπόν στοιχεία που δείχνουν ότι επανεξετάζουμε και ξανασκεφτόμαστε την ανθρώπινη συνύπαρξη, την οικονομία, τη δομή των πόλεων και των κοινοτήτων κλπ., όταν δεν καθορίζουν τη ζωή μας και δεν έχουν και τόση σημασία οι καταναγκασμοί του κέρδους και της «ανάπτυξης». Το ερώτημα "τι έχει νόημα;" στη ζωή μας, μπορεί να αποκτήσει κεντρική σημασία τα επόμενα χρόνια για το κίνημα προστασίας του κλίματος που έχει βάλει στόχο "να αλλάξει το σύστημα και όχι το κλίμα".
Σε αυτό, υπάρχουν πολλά που έχουν να κάνουν οι νομικοί, για παράδειγμα. Μπορούν να επεξεργαστούν διαρθρωτικές προτάσεις για την αποτελεσματική, κανονιστική διόρθωση των αγορών, έτσι ώστε να επιτευχθεί δημιουργία τοπικών αξιών και δίκαιη, βιώσιμη διανομή αγαθών και υπηρεσιών σε όλες τις περιοχές. Προτάσεις για το πώς μπορεί η εργασία να κατανεμηθεί και να οργανωθεί δίκαια, χωρίς να βαλτώνει σε μια γραφειοκρατική υπηρεσία σχεδιασμού ή να αντικατασταθεί από τα ρομπότ μέσα από την τεχνητή νοημοσύνη και την ψηφιοποίηση-αυτοματοποίηση-ρομποτοποίηση της παραγωγικής και διανεμητικής διαδικασίας. Προτάσεις νομολογίας για υποχρεωτική αναγνώριση των παγκόσμιων ζωνών περατότητας. Για το πώς επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση στη διαχείριση των παγκόσμιων ζημιών από την αλλαγή του κλίματος.
Η εισαγωγή μιας οικολογικής μεθόδου ερμηνείας μπορεί να βοηθήσει στη λήψη των αποφάσεων και στις καλύτερες εκτιμήσεις για την βαρύτητα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ποια μορφή μπορούν να πάρουν τα συντάγματα σε κάθε χώρα, μετά το τέλος της ανάπτυξης; Πώς πρέπει να οργανωθεί η Ευρώπη και τα κράτη της, προκειμένου να προωθηθεί η παγκοσμιοποίηση της συνύπαρξης-η νέα οικουμενικότητα δηλαδή- και όχι η παγκοσμιοποίηση των εμπορευμάτων; Είναι ερωτήματα που μπορούν να απαντηθούν στα πλαίσια ενός νέου αξιακού συστήματος που θα υιοθετηθεί από τις κοινωνίες αποανάπτυξης.
Θα είναι ενδιαφέρον όταν οι νομικές επιστημονικές αναλύσεις αναγνωρίσουν την πεπερασμένη φύση των πλανητικών πόρων και την υπερκατανάλωσή τους από τις οικονομίες του παγκόσμιου βορρά και προτείνουν λύσεις σε αυτή τη βάση. Η απομάκρυνση από την ανάπτυξη είναι μια ασύγκριτα μεγάλη παρέμβαση και στο νομικό σύστημα κάθε χώρας. Θα πρέπει να πούμε αντίο στους καπιταλιστικούς νόμους της αγοράς: ανταλλαγή αντί αγοράς, μοίρασμα και δανεισμός αντί ενοικίασης, κατοίκηση αντί κατοχής, δωρεά αντί μάρκετινγκ, περιορισμός αντί επέκτασης, εργασία αντί εκμετάλλευσης, συμφωνία και αποδοχή αντί διαταγής και υπακοής, νόημα και ουσία στην παραγωγή και τη χρήση αντί κατανάλωσης και επιδίωξης κέρδους.
Συνεπώς, εκτός από τους εμπειρογνώμονες στον τομέα της οικονομίας, θα πρέπει με βεβαιότητα να επανεκπαιδευτούν και οι νομικοί επιστήμονες και θα χρειασθεί επίσης να διαμορφωθεί ένα σύστημα δικαστικής δικαιοσύνης που να λειτουργήσει στην προοπτική μιας κοινωνίας αποανάπτυξης.
Οι νομικοί θα πρέπει να βάλουν μπροστά μια συστηματική αναθεώρηση των νόμων και να εξάγουν πρακτικές γνώσεις από την καθημερινή διαχείριση των συγκρούσεων. Οι συγκρούσεις σίγουρα δεν θα λείπουν εάν για παράδειγμα τα αεροπλάνα θα πρέπει να κρατηθούν στο έδαφος, αν οι πόλεις αποκλείσουν τους κινητήρες καύσης από τα κέντρα τους ή εάν οι ιδιοκτήτες σπιτιών δεν θα μπορούν πλέον να έχουν μια άνετη ζωή με εισοδήματα από τις πληρωμές των ενοικιαστών τους.
Ακόμη και μια υπάρχουσα κρατική μηχανή με εκατομμύρια υπαλλήλους στις δημόσιες υπηρεσίες, δεν μπορεί να μετατραπεί σε έναν επιθυμητό ενεργητικό μηχανισμό πρόληψης, βιώσιμου σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων, χωρίς το Δίκαιο ως όργανο οργάνωσης και ελέγχου. Αλλά φαντασθείτε τι μπορεί να επιτευχθεί και τι αποτελέσματα μπορούμε να έχουμε, εάν το κίνημα της αποανάπτυξης-άμεσης δημοκρατίας-κοινοτισμού, καταφέρει να περάσει ως βασική αρχή το τέλος της ανάπτυξης, σε μια σειρά δημόσιες δομές, όπως ο αστικός και περιφερειακός προγραμματισμός, οι οικονομικές και πολιτιστικές υπηρεσίες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Αν μπορέσουν όλες αυτές οι- αναβαθμισμένες από αυτό το κίνημα –δομές, να διαμορφώσουν εναλλακτικές λύσεις και βιώσιμες πρακτικές στο πλαίσιο των καθορισμένων αρμοδιοτήτων τους.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε σημείο καμπής. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το πεπερασμένο του κόσμου, αλλά εμάς τους ίδιους και την κοινωνία, ναι μπορούμε!
[1] Αν ο μέσος Ευρωπαίος σήμερα εκπέμπει 10 τόνους διοξειδίου το χρόνο, και ο στόχος της αύξησης της υπερθέρμανσης κατά 1,5 βαθμούς απαιτεί εκπομπή ενός μόνο τόνου, τότε απαιτείται μείωση στο 1/10
Ας δούμε τι συμβαίνει π.χ. με τη Γερμανία, που δηλώνει πρώτη ότι θα πάρει τα απαιτούμενα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών της και η Μέρκελ μετά το 2009 -όπου στη συνάντηση της Κοπεγχάγης ο Ομπάμα αποποιήθηκε τη δυνατότητα των ΗΠΑ να λάβει δραστικά μέτρα- διεκδίκησε τον ρόλο της ηγέτιδας δύναμης για την προστασία του κλίματος. Ο προϋπολογισμός για όλους τους ανθρώπους στη Γερμανία των 83 εκατομμυρίων κατοίκων είναι 83 εκατομ. τόνοι, που είναι ένα φυσικό όριο το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνουν οι ετήσιες γερμανικές εκπομπές. Αλλά το 2015 η Γερμανία υπερέβη αυτόν τον προϋπολογισμό κατά δέκα φορές τουλάχιστον, αφού είχε εκπομπές 908 εκατομμυρίων τόνων CO2. Και σε αυτές δεν περιλαμβάνονται οι «ενσωματωμένες εκπομπές» που εμπίπτουν στατιστικά σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου για τα αμέτρητα καταναλωτικά αγαθά τα οποία, αν και παράγονται εκεί, στη συνέχεια καταναλώνονται αποκλειστικά από τους ανθρώπους στη Γερμανία. Το όριο εκπομπών των 749 εκατομμυρίων τόνων που ορίζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας για το 2020, θα υπερβεί κατά 9 φορές τον πραγματικό εθνικό της προϋπολογισμό. Με αυτό το στόχο, ο γερμανικός προϋπολογισμός του αιώνα θα δαπανηθεί σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Με αυτή την έννοια τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον επιδιωκόμενο από τη Γερμανία ποσό εκπομπών των 62,5 έως 250 εκατομμυρίων τόνων CO2, για το 2050 – ένας στόχος με ανακρίβεια 400% .
Τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν την αδικία αυτού του σκόπιμου σχεδιασμού: το κλίμα δεν έχει αποσταθεροποιηθεί εντελώς μέχρι σήμερα, μόνο και μόνο επειδή άλλοι άνθρωποι σε άλλα μέρη της γης εκπέμπουν πολύ λιγότερο από ό, τι δικαιούνται, σύμφωνα με τον παραπάνω προϋπολογισμό. Ζουν στην Αφρική, την Ασία, την Κεντρική και τη Νότια Αμερική και έχουν επωφεληθεί μόνο περιθωριακά από την ορυκτή ενέργεια. Και είναι ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι που ζουν στις περιοχές που αντιμετωπίζουν σήμερα τους μεγαλύτερους κινδύνους από την αλλαγή του κλίματος μέσω των ολοένα συχνότερων και μεγαλύτερων τυφώνων, των πλημμυρών και της ξηρασίας. Οι άνθρωποι στα νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού π.χ. πρέπει να φοβούνται ότι θα χάσουν ολόκληρα τα νησιά τους στη θάλασσα.
Οι μη ρεαλιστικοί στόχοι που επέλεξε η σημερινή γενιά ενηλίκων είναι όμως και μια επιβολή για τις επόμενες γενιές: όσο περισσότερο ξοδεύεται σήμερα ο προϋπολογισμός, τόσο λιγότερα θα μείνουν για τα παιδιά και τα εγγόνια που έχουν γεννηθεί σήμερα και που χρειάζονται επειγόντως πρόσθετους πόρους για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι σημερινές γενιές δανείζονται σήμερα υπέρμετρους πόρους από τις επόμενες και τους κληρονομούν μεγάλα οικολογικά χρέη.
Το πάρτυ τέλειωσε!
Μελετώντας τα στοιχεία για τη Γερμανία(γιατί για τη χώρα μας στην ουσία δεν υπάρχουν): μεταξύ του 2012 και 2015, η Γερμανία μείωσε τις εκπομπές κατά 3% (από 926 εκατομμύρια τόνους σε 908 εκατομμύρια τόνους). Για να επιτευχθεί μέχρι το 2020 ο-κατά 9 φορές υψηλότερος-καθορισμένος στόχος των 749 εκατομμυρίων τόνων που αναφέραμε πιο πάνω, απαιτείται μείωση των εκπομπών κατά 17% των εκπομπών του 2015. Για το πόσο βαθιά θα επηρεάσει αυτή η απαιτούμενη μείωση το οικονομικό σύστημα, μπορεί κανείς να το καταλάβει από την εφάπαξ μείωση των εκπομπών κατά 7% από το 2008 έως το 2009, κατά τη διάρκεια της πιο σοβαρής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η βραχυπρόθεσμη επίδραση αποδεικνύει τη θανατηφόρα σχέση εξάρτησης μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων, της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της χρήσης ενέργειας και πόρων.
Μείωση στο ένα δέκατο[1], αυτό είναι το πρωτοφανές καθήκον της εποχής μας, στον «αναπτυγμένο» κόσμο. Οι καταναλωτικές κοινωνίες του παγκόσμιου Βορρά-Δύσης βρίσκονται μπροστά στην ανάγκη για μια βαθιά πολιτιστική αλλαγή. Για να είναι αυτή εποικοδομητική (γιατί ένα τελευταίο ξέσπασμα βίας και πόλεμος θα καταναλώσει τον πλανήτη γρήγορα και οριστικά), χρειάζεται δικαιοσύνη. Αλλά η νομολογία και η έρευνα αντί να εισαγάγουν το Δίκαιο ως εργαλείο ειρηνικής και φωτισμένης αλλαγής στις διαπραγματεύσεις και την οικουμενική πολιτική συζήτηση, κρύβονται πίσω από τα εναλλακτικά δεδομένα των επίσημων πλάνων προστασίας του κλίματος και των αναποτελεσματικών συστημάτων εμπορίας εκπομπών, πράγμα που συνιστά αφέλεια, αν όχι κάτι άλλο.
Η σημερινή νομολογία δεν κάνει το απαραίτητο παραπέρα βήμα και αγνοεί την εμπειρική σχέση μεταξύ των καταναγκασμών της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των οικοσυστημάτων που καταρρέουν ανεπανόρθωτα. Είναι αδιανόητο ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να σπαταλούν τους σπάνιους πόρους με την υπερπαραγωγή αυγών και τόνων φθηνού κρέατος ή να επιτρέπεται να τους «καίνε» σε ταξίδια του Σαββατοκύριακου με αεροπλάνο, επειδή «αξίζει» και "πληρώνουν". Μια μόνο υπερατλαντική πτήση αρκεί για την υπέρβαση του ετήσιου προϋπολογισμού CO2 του ταξιδιώτη και οι αεροπορικές εταιρείες εξακολουθούν να μην πληρώνουν μέχρι σήμερα ούτε ένα σεντς φόρου πετρελαιοειδών για τα καύσιμα των αεροσκαφών τους. Η λογική μιας παγκόσμιας οικονομίας στην οποία λίγοι άνθρωποι έχουν τα πάντα και 2 δισεκατομμύρια δεν έχουν τίποτα, δεν μπορεί να σταθεί με τίποτα. Αυτό το πάρτι έχει ήδη τελειώσει, έτσι και αλλιώς.
Υπάρχει κάποια αλλαγή σε εξέλιξη
Όταν το 2004, ο βρετανός ερευνητής Rob Hopkins ίδρυσε το δίκτυο των πόλεων σε μετάβαση(Transition-Town Net ), ήταν ήδη γνωστό ότι η καύση των εντοπισμένων κοιτασμάτων άνθρακα, πετρελαίου και αερίου θα προκαλούσε αύξηση θερμοκρασίας από 6 έως 8 ° Κελσίου έως το έτος 2100. Με τη βοήθεια των τοπικών νομισμάτων, ο Χόπκινς θέλει να επιτύχει τη μαζική επανατοπικοποίηση μιας παραγωγής βασισμένης στην επιστροφή στα βασικά αναγκαία αγαθά. Αντί για βιομηχανικά γεωργικά προϊόντα των οποίων οι τιμές διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο και με αυτόν τον τρόπο έχουμε κερδοσκοπία σε βάρος των φτωχότερων αγροτών, οι περιφερειακές γεωργικές δομές πρέπει να επιτρέπουν και να επιδιώκουν την οικολογική και κοινωνικά δίκαιη παραγωγή από ελεύθερους αγρότες-ισες. Από το 2005, οι πόλεις Kinsale στην Ιρλανδία και Totnes στην Αγγλία εφαρμόζουν αυτό το πλάνο με τους κατοίκους τους.
Οι άνθρωποι εδώ επιθυμούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία απεξάρτησης από τα καύσιμα. Σε μόλις ένα χρόνο, αναπτύχθηκαν π.χ. στο Totnes ένα τοπικό νόμισμα, αστικοί κήποι, ανταλλακτικά δίκτυα και η συμμετοχή των πολιτών σε έναν δημοκρατικό διάλογο.
Και στη Γερμανία οι άνθρωποι γίνονται δημιουργικοί για να ξεφύγουν από τους καταναγκασμούς του κέρδους και της ανάπτυξης και να ρυθμίσουν εκ νέου και με καλύτερη ποιότητα την καθημερινότητά τους. Για περισσότερα από 25 χρόνια, γίνεται πράξη ο συνδυασμός του κλασικού εταιρικού δικαίου με αυτό των συλλόγων κοινού σκοπού, όπως είναι η πανσπερμία των συλλόγων που ασχολούνται με τον ενεργειακό εφοδιασμό από Ήπιες Μορφές Ενέργειας, πράγμα που επιτρέπει την αυτοδιαχείριση των συνθηκών ζωής και τη μακροχρόνια απεξάρτηση από την ιδιοκτησία.
Οι συνεταιριστικές ενώσεις ειδικά στη γεωργία, είχαν μια παράδοση στην Ευρώπη και πριν τη κρίση. Την συνεχίζουν εντονότερα και κατά τη διάρκειά της. Αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια ένα μοντέλο της λεγόμενης Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας (ΚΥΓΕΩ), στο οποίο τα μέλη μπορούν να επισκέπτονται συμμετέχοντα αγροκτήματα και μαζί με τους αγρότες, υπολογίζουν τα έξοδα (μισθούς, υλικές δαπάνες, ζωοτροφές κ.λπ.) που απαιτούνται για την διαχείρισή τους κατά το επόμενο έτος. Αυτά τα έξοδα στη συνέχεια, μετατρέπονται ως μηνιαίες συνεισφορές για όλα τα μέλη, τα οποία βέβαια λαμβάνουν ως αντάλλαγμα για τις συνεταιριστικές μετοχές τους, εβδομαδιαίες μερίδες λαχανικών, γάλακτος και κρέατος. Διανέμονται δηλαδή πάντα μόνο αυτά που υπάρχουν κάθε φορά στα αγροκτήματα-μέλη. Το μοντέλο αποτελεί παράδειγμα γεωργίας που χαρακτηρίζεται από την ποιότητα, τη διαφάνεια, την αυτοδιαχείριση και κυρίως από τη μικρή αποδεκτή κλίμακα και την εγγύτητα των αποστάσεων.
Στην Ελλάδα της κρίσης και των «μνημονίων» έχει επιστρέψει σε ένα βαθμό το κοινοτικό πνεύμα. Καθόλα αυτά τα χρόνια έχει λάβει χώρα στην νεοελληνική κοινωνία μία διαδικασία, με κεντρικό άξονα την επανανοηματοδότηση του αξιακού μας συστήματος και των πολιτικών μας προταγμάτων. Μεμονωμένα άτομα αλλά και ομάδες, συλλογικότητες και κινήματα έχουν αναπτυχθεί παντού, έχουν αφήσει πίσω τους το «αναπτυξιακό» μοντέλο που προωθεί τον καταναλωτικό τρόπο ζωής και έχουν υιοθετήσει άλλες φιλοσοφίες και άλλους τρόπους προσωπικής και συλλογικής διαβίωσης. Υπάρχουν κινήματα υπεράσπισης των κοινών αγαθών, αντίστασης στην εκποίηση των φυσικών πόρων και στις κατά τόπους καταστροφές που προκαλεί ή απειλεί να προκαλέσει η ανάπτυξη των πολυεθνικών και του γιγαντισμού στους τομείς των εξορύξεων, της ενέργειας, του τουρισμού κ.α. Υπάρχουν επίσης συλλογικότητες κοινωνικής αλληλεγγύης και συνεργατικών εγχειρημάτων αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας στους τομείς του εμπορίου και της πρωτογενούς παραγωγής.
Η πολύχρονη πορεία ζωής όλων αυτών των ανθρώπων, ομάδων και συλλογικοτήτων έχει αποδείξει ότι υπάρχουν υγιή και δυναμικά κοινωνικά κύτταρα, οι δράσεις των οποίων επιθυμούν να συναντηθούν και να συντονιστούν, έτσι ώστε να εκφραστεί η κοινή πολιτική τους φιλοσοφία, σε μια προοπτική μετασχηματισμού που ανοίγει το δρόμο για μια κοινωνία που θα στηριχθεί:
• στο αποαναπτυξιακό μοντέλο της οικονομίας των αναγκών, της επάρκειας και του μικρότερου οικολογικού αποτυπώματος στη βάση της αντίληψης της λιτής αφθονίας,
• στην κοινοτική οργάνωση με βάση την προσωπική και συλλογική αυτονομία,
• σε αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς και στη θέσμιση της άμεσης δημοκρατίαςμε τη μορφή του ομοσπονδιακού Κοινοτισμού.
Υπάρχουν λοιπόν στοιχεία που δείχνουν ότι επανεξετάζουμε και ξανασκεφτόμαστε την ανθρώπινη συνύπαρξη, την οικονομία, τη δομή των πόλεων και των κοινοτήτων κλπ., όταν δεν καθορίζουν τη ζωή μας και δεν έχουν και τόση σημασία οι καταναγκασμοί του κέρδους και της «ανάπτυξης». Το ερώτημα "τι έχει νόημα;" στη ζωή μας, μπορεί να αποκτήσει κεντρική σημασία τα επόμενα χρόνια για το κίνημα προστασίας του κλίματος που έχει βάλει στόχο "να αλλάξει το σύστημα και όχι το κλίμα".
Σε αυτό, υπάρχουν πολλά που έχουν να κάνουν οι νομικοί, για παράδειγμα. Μπορούν να επεξεργαστούν διαρθρωτικές προτάσεις για την αποτελεσματική, κανονιστική διόρθωση των αγορών, έτσι ώστε να επιτευχθεί δημιουργία τοπικών αξιών και δίκαιη, βιώσιμη διανομή αγαθών και υπηρεσιών σε όλες τις περιοχές. Προτάσεις για το πώς μπορεί η εργασία να κατανεμηθεί και να οργανωθεί δίκαια, χωρίς να βαλτώνει σε μια γραφειοκρατική υπηρεσία σχεδιασμού ή να αντικατασταθεί από τα ρομπότ μέσα από την τεχνητή νοημοσύνη και την ψηφιοποίηση-αυτοματοποίηση-ρομποτοποίηση της παραγωγικής και διανεμητικής διαδικασίας. Προτάσεις νομολογίας για υποχρεωτική αναγνώριση των παγκόσμιων ζωνών περατότητας. Για το πώς επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση στη διαχείριση των παγκόσμιων ζημιών από την αλλαγή του κλίματος.
Η εισαγωγή μιας οικολογικής μεθόδου ερμηνείας μπορεί να βοηθήσει στη λήψη των αποφάσεων και στις καλύτερες εκτιμήσεις για την βαρύτητα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ποια μορφή μπορούν να πάρουν τα συντάγματα σε κάθε χώρα, μετά το τέλος της ανάπτυξης; Πώς πρέπει να οργανωθεί η Ευρώπη και τα κράτη της, προκειμένου να προωθηθεί η παγκοσμιοποίηση της συνύπαρξης-η νέα οικουμενικότητα δηλαδή- και όχι η παγκοσμιοποίηση των εμπορευμάτων; Είναι ερωτήματα που μπορούν να απαντηθούν στα πλαίσια ενός νέου αξιακού συστήματος που θα υιοθετηθεί από τις κοινωνίες αποανάπτυξης.
Θα είναι ενδιαφέρον όταν οι νομικές επιστημονικές αναλύσεις αναγνωρίσουν την πεπερασμένη φύση των πλανητικών πόρων και την υπερκατανάλωσή τους από τις οικονομίες του παγκόσμιου βορρά και προτείνουν λύσεις σε αυτή τη βάση. Η απομάκρυνση από την ανάπτυξη είναι μια ασύγκριτα μεγάλη παρέμβαση και στο νομικό σύστημα κάθε χώρας. Θα πρέπει να πούμε αντίο στους καπιταλιστικούς νόμους της αγοράς: ανταλλαγή αντί αγοράς, μοίρασμα και δανεισμός αντί ενοικίασης, κατοίκηση αντί κατοχής, δωρεά αντί μάρκετινγκ, περιορισμός αντί επέκτασης, εργασία αντί εκμετάλλευσης, συμφωνία και αποδοχή αντί διαταγής και υπακοής, νόημα και ουσία στην παραγωγή και τη χρήση αντί κατανάλωσης και επιδίωξης κέρδους.
Συνεπώς, εκτός από τους εμπειρογνώμονες στον τομέα της οικονομίας, θα πρέπει με βεβαιότητα να επανεκπαιδευτούν και οι νομικοί επιστήμονες και θα χρειασθεί επίσης να διαμορφωθεί ένα σύστημα δικαστικής δικαιοσύνης που να λειτουργήσει στην προοπτική μιας κοινωνίας αποανάπτυξης.
Οι νομικοί θα πρέπει να βάλουν μπροστά μια συστηματική αναθεώρηση των νόμων και να εξάγουν πρακτικές γνώσεις από την καθημερινή διαχείριση των συγκρούσεων. Οι συγκρούσεις σίγουρα δεν θα λείπουν εάν για παράδειγμα τα αεροπλάνα θα πρέπει να κρατηθούν στο έδαφος, αν οι πόλεις αποκλείσουν τους κινητήρες καύσης από τα κέντρα τους ή εάν οι ιδιοκτήτες σπιτιών δεν θα μπορούν πλέον να έχουν μια άνετη ζωή με εισοδήματα από τις πληρωμές των ενοικιαστών τους.
Ακόμη και μια υπάρχουσα κρατική μηχανή με εκατομμύρια υπαλλήλους στις δημόσιες υπηρεσίες, δεν μπορεί να μετατραπεί σε έναν επιθυμητό ενεργητικό μηχανισμό πρόληψης, βιώσιμου σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων, χωρίς το Δίκαιο ως όργανο οργάνωσης και ελέγχου. Αλλά φαντασθείτε τι μπορεί να επιτευχθεί και τι αποτελέσματα μπορούμε να έχουμε, εάν το κίνημα της αποανάπτυξης-άμεσης δημοκρατίας-κοινοτισμού, καταφέρει να περάσει ως βασική αρχή το τέλος της ανάπτυξης, σε μια σειρά δημόσιες δομές, όπως ο αστικός και περιφερειακός προγραμματισμός, οι οικονομικές και πολιτιστικές υπηρεσίες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Αν μπορέσουν όλες αυτές οι- αναβαθμισμένες από αυτό το κίνημα –δομές, να διαμορφώσουν εναλλακτικές λύσεις και βιώσιμες πρακτικές στο πλαίσιο των καθορισμένων αρμοδιοτήτων τους.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε σημείο καμπής. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το πεπερασμένο του κόσμου, αλλά εμάς τους ίδιους και την κοινωνία, ναι μπορούμε!
[1] Αν ο μέσος Ευρωπαίος σήμερα εκπέμπει 10 τόνους διοξειδίου το χρόνο, και ο στόχος της αύξησης της υπερθέρμανσης κατά 1,5 βαθμούς απαιτεί εκπομπή ενός μόνο τόνου, τότε απαιτείται μείωση στο 1/10
Comments
Post a Comment