ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣYΝΗ: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ ΛΑΟΥΣ ΤΗΣ Ν.ΑΜΕΡΙΚΗΣ



Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία «επανανακάλυψη» των εναλλακτικών μορφών δικαιοσύνης, οι οποίες βασίζονται σε πρακτικές και ήθη που προέρχονται από τους ιθαγενείς λαούς όλων των ηπείρων. Η μελέτη αυτών των παραδόσεων έχει οδηγήσει ακόμα και στην προσαρμογή και ενσωμάτωση τους στα ποινικά συστήματα κρατών όπως ο Καναδάς, η Ιρλανδία και η Νέα Ζηλανδία. Επίσης, έχουν υιοθετηθεί από προγράμματα επανένταξης των κρατουμένων, από ΜΚΟ, ακόμα και από εκπαιδευτικές κοινότητες για την καταπολέμηση του σχολικού εκφοβισμού.

Ωστόσο, εδώ θα εστιάσουμε στην αποκαταστατική, ως ένα μοντέλο κοινοτικής δικαιοσύνης που εφαρμόζεται από πολλούς ιθαγενείς λαούς στη Νότια Αμερική. Θα εκτεθούν, επίσης, κάποιες προσωπικές διαπιστώσεις, οι οποίες προέκυψαν από συζήτηση με μέλη των κοινοτήτων Νάσα. Ας σημειωθεί εξαρχής, ότι η παρουσίαση του ζητήματος δε συνεπάγεται μία ρομαντική αντίληψη περί «ευγενούς αγρίου», ούτε την εξιδανίκευση των ιθαγενών συστημάτων δικαιοσύνης συνολικά. Υπάρχουν, άλλωστε πολλές κοινότητες που εξακολουθούν να εφαρμόζουν σκληρές σωματικές τιμωρίες σε μέλη της που παραβαίνουν τους κοινούς κανόνες.

Η αποκαταστατική δικαιοσύνη ως ολιστική προσέγγιση

Σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής (Περού, Βολιβία, Εκουαδόρ, Κολομβία, κ.ά.) έχει αναγνωριστεί και συνταγματικά κατοχυρωθεί η λεγόμενη Jurisdicción Indígena, δηλαδή η αυτόνομη διακυβέρνηση και η διοικητική αυτονομία των ιθαγενών λαών. Αυτό σημαίνει ότι εντός των εδαφών τους, έχουν το δικαίωμα να ασκούν τις δικές τους μορφές δικαιοσύνης.

Μία από αυτές, η αποκαταστατική δικαιοσύνη υποδεικνύει μία εναλλακτική προσέγγιση του εγκλήματος και γενικότερα μία ριζικά διαφορετική φιλοσοφία. Αφενός θέτει την έμφαση στην διαπροσωπική διάσταση του εγκλήματος και αφετέρου, θεωρεί ότι, καθώς η βία και οι συγκρούσεις εμφανίζονται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, τόσο οι συνέπειες τους, όσο και το κλειδί για την επίλυση τους, βρίσκονται μέσα στην ίδια την κοινότητα.

Πρόκειται για μια ολιστική προσέγγιση, η οποία αποδοκιμάζει το έγκλημα, αλλά ταυτόχρονα το νοηματοδοτεί ως συμβάν που εμπεριέχει κινδύνους και ευκαιρίες. Οι κίνδυνοι σχετίζονται με μία πιθανή όξυνση της βίας και διατάραξη της συλλογικής αρμονίας, ενώ οι ευκαιρίες με τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί η κάθε σύγκρουση ώστε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ενότητα και συνοχή της κοινότητας. Αν και δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, οι βασικές αρχές της θα μπορούσαν να περιγραφούν ως εξής:

α) ο βασικός πρωταγωνιστής της διαδικασίας είναι το θύμα, όχι ο δράστης. Το θύμα απαιτεί την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη και σε αυτή την διεκδίκηση συμμαχεί η κοινότητα.

β) Ο δράστης αναγνωρίζεται ως μέλος της κοινότητας και δεν επιδιώκεται η εξόντωση του, αλλά η συνειδητοποίηση των συνεπειών των πράξεων του, η αναγνώριση της ευθύνης από την πλευρά του και η ανάληψη πρωτοβουλιών επανόρθωσης, σε συνάρτηση με τις ανάγκες του θύματος. Μέσα από τέτοιες πράξεις γίνεται δυνατή η επανένταξη του στην κοινότητα.

γ) δεν απαιτούνται «ειδικοί» του νόμου για την εφαρμογή της δικαιοσύνης, αντίθετα, μπορούν να συμμετάσχυον όλα τα πρόσωπα που κινούνται από ενδιαφέρον για την ειρηνική συνύπαρξη.

Η σύγκριση με το ανταποδοτικό μοντέλο

Η ανταποδοτική δικαιοσύνη, η οποία βασίζεται στο «οφθαλμός αντί οφθαλμού», είναι το ισχύον μοντέλο δικαιοσύνης στις σύγχρονες κοινωνίες. Η ολοένα και μεγαλύτερη κριτική που δέχεται, οφείλεται στη διεθνώς αποδεδειγμένη αναποτελεσματικότητα του εγκλεισμού ως μέσο καταπολέμησης και πρόληψης των εγκλημάτων, κυρίως όμως, στην αποτυχία να προκαλέσει την πραγματική αναμόρφωση του δράστη.

Κάτι τέτοιο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι ο ίδιος δε φτάνει στο σημείο να διαπιστώσει τις προεκτάσεις των πράξεων του. Καθώς το θύμα «σβήνεται» από την ποινική διαδικασία και υποβιβάζεται στη θέση του μάρτυρα της ενοχής του δράστη, ο δεύτερος δεν αντιλαμβάνεται με ποιον τρόπο το έβλαψε. Αντίθετα, επικεντρώνεται στο πώς να αποφύγει ή να ελαχιστοποιήσει την τιμωρία του. Οι διαφορές μεταξύ των δύο μοντέλων, παρουσιάζονται παρακάτω:

Ανταποδοτικό μοντέλο

  1. Έγκλημα είναι η παραβίαση των ποινικών κανόνων του Κράτους
  2. Το έγκλημα γίνεται αντιληπτό ως αφηρημένη επίθεση του ατόμου ενάντια στο Κράτος και την κοινωνία
  3. Δε λαμβάνονται υπόψη οι ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του εγκλήματος
  4. Έμφαση στην πράξη του δράστη στο παρελθόν
  5. Η βλάβη που υπέστη το θύμα συμψηφίζεται με μια ισάξια βλάβη στο δράστη
  6. Επιδιώκεται ο παραδειγματισμός και η πρόληψη
  7. Σε μία σχέση αντιπαλότητας, ο εγκληματίας είναι εχθρός που πρέπει να υποταχθεί στο νόμο μέσω καταναγκασμού
  8. Η ποινή είναι η τιμωρία του Κράτους προς το δράστη. Το θύμα αγνοείται, ενώ ο δράστης δεν έχει ρόλο στην επίλυση του προβλήματος
  9. Η επίλυση της σύγκρουσης γίνεται υπόθεση των ποινικών μηχανισμών του Κράτους, ενώ η κοινότητα περιθωριοποιείται
  10. Η δικαιοσύνη βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια επαγγελματιών του Κράτους
  11. Το στίγμα του εγκλήματος είναι ανεξίτηλο
  12. Ενθαρρύνεται ο ανταγωνισμός και οι ατομικιστικές αξίες


Αποκαταστατικό μοντέλο

  1. Έγκλημα είναι η πράξη που προκαλεί βλάβη σε ένα πρόσωπο
  2. Το έγκλημα γίνεται αντιληπτό ως σύγκρουση με διαπροσωπική διάσταση
  3. Το έγκλημα γίνεται κατανοητό μέσα στο ηθικό, κοινωνικό και πολιτικό του πλαίσιο
  4. Έμφαση στις μελλοντικές υποχρεώσεις του δράστη απέναντι στο θύμα
  5. Επιδιώκεται η επίλυση της σύγκρουσης και όχι η εκδίκηση
  6. Επιδιώκεται η συμφιλίωση
  7. Σε μία σχέση διαπραγμάτευσης ο δράστης δέχεται μία κύρωση αποκαταστατική με τη συναίνεση του ή με ελάχιστο καταναγκασμό
  8. Αναγνωρίζεται ο ρόλος του θύματος ως προς τη συγχώρεση και του δράστη ως προς την επανόρθωση
  9. Η κοινότητα λειτουργεί ως καταλύτης στη διαδικασία της αποκατάστασης
  10. Η δικαιοσύνη δημιουργείται και απονέμεται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του εγκλήματος
  11. Το στίγμα του εγκλήματος σβήνεται με επανορθωτικές πράξεις
  12. Ενθαρρύνονται η αλληλεγγύη και η αμοιβαιότητα


Ας σημειωθεί τέλος, ότι η αποκαταστατική δικαιοσύνη πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από την επανορθωτική. Η δεύτερη, επιδιώκει να επιστρέψει στα θύματα τις απώλειες που τυχόν υπέστησαν. Προβαίνει σε αποζημιώσεις οικονομικές, συμβολικές και άλλες. Έχει το πλεονέκτημα ότι τέτοιες κινήσεις από την πλευρά του δράστη, μπορούν να εκληφθούν ως μεταμέλεια. Ωστόσο, η επανορθωτική δικαιοσύνη είναι συχνά πατερναλιστική και κάθετη, επειδή εκπορεύεται από μία ανώτερη δικαστική αρχή, η οποία ενδιαφέρεται περισσότερο για το αποτέλεσμα, παρά για τη διαδικασία. Από αυτή την άποψη, υστερεί σε βαθμό συμμετοχικότητας και δημοκρατικότητας, σε σχέση με την αποκαταστατική δικαιοσύνη, η οποία είναι οριζόντια.

Βασικοί στόχοι της αποκαταστατικής δικαιοσύνης

Σε ό,τι αφορά στο θύμα, η βασικότερη επιδίωξη είναι η ενδυνάμωση του. Αυτό επιτυγχάνεται αφενός με το να του παρέχεται από την κοινότητα συναισθηματική υποστήριξη και αφετέρου, με την ενθάρρυνση να θέσει τα αιτήματά του και να να συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία επίλυσης της σύγκρουσης.

Ιδιαίτερα κομβική είναι η έννοια της αλήθειας. Σε αντιδιαστολή προς τη δικαστική αλήθεια, η οποία αναζητείται στις αστυνομικές και δικαστικές έρευνες, η αποκαταστατική δικαιοσύνη δείχνει ευαισθησία απέναντι στην προσωπική αλήθεια. Η πρώτη είναι εκείνη η οποία μπορεί να «αποδειχθεί» και γι’αυτό πάντα θα είναι περιορισμένη. Η δεύτερη είναι υποκειμενική, καθώς αναφέρεται σε βιώματα, συναισθήματα και αναμνήσεις.

Γιατί το θύμα αποτελεί το επίκεντρο; Η διαδεδομένη έως τώρα πρακτική στην αντιμετώπιση των εγκλημάτων, εμπνευσμένη από το ανταποδοτικό μοντέλο, είναι το να δίνεται έμφαση στην τιμωρία του δράστη, η οποία υποτίθεται ότι είναι αρκετή, προκειμένου να δικαιωθεί το θύμα. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι το θύμα εγκαταλείπεται στην τύχη του και καλείται να επεξεργαστεί μόνο του τα τραύματα του. Παραμένει αόρατο, καταδικάζεται στη σιωπή, χωρίς να έχει την ευκαιρία να ακουστεί η δική του ερμηνεία του προβλήματος αλλά και η δική του πρόταση για επίλυση. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όχι μόνο να διαιωνίζονται αισθήματα μνησικακίας, αλλά κυρίως, να παραμένουν άθικτες οι σχέσεις ανισότητας, οι οποίες βρίσκονται στη βάση της σύγκρουσης. Η αποκαταστατική πρακτική δίνει στο θύμα προτεραιότητα με το εξής σκεπτικό: για να υπάρξει έγκλημα, σημαίνει ότι υπάρχει ασυμμετρία δύναμης. Χρειάζεται, επομένως, να μεταβληθεί η ισορροπία ισχύος ανάμεσα σε αυτό και τον δράστη, ώστε να διαφυλαχθεί η καλλιέργεια ισότιμων σχέσεων.

«Σε εμάς δε νοείται να πει κανείς στο θύμα ότι έπρεπε να φυλάγεται, να προστατεύει καλύτερα τον εαυτό του, να μη δείχνει εμπιστοσύνη, κλπ.», λέει γελώντας η Αϊντα, μέλος μιας κοινότητας Νάσα. «Αυτά είναι για εσάς εκεί έξω. Σε εμάς θεωρείται αυτονόητη η ύπαρξη εμπιστοσύνης. Πώς δε θα εμπιστευθείς τους ανθρώπους με τους οποίους πολεμάς δίπλα – δίπλα, ενάντια στην αστυνομία και στους μπράβους των γαιοκτημόνων; Είμαστε όλοι αδέλφια, χωρίς αλληλεγγύη θα εξαφανιστούμε. Επομένως, όποιος με την πράξη του προδίδει τη μεταξύ μας εμπιστοσύνη βλάπτοντας έναν συναγωνιστή του, εκείνος είναι που πρέπει να αναλάβει την πλήρη ευθύνη».

Σε ό,τι αφορά στο δράστη αναμένεται καταρχάς να φερθεί με αξιοπρέπεια και σεβασμό προς το θύμα σε όλη τη διαδικασία. Δεύτερον, να έρθει αντιμέτωπος με τις πράξεις του και τις επιπτώσεις τους. Να ευαισθητοποιηθεί, να δείξει ενσυναίσθηση. Να προβληματιστεί πάνω στα αίτια, τα οποία τον οδήγησαν σε αυτές και να δώσει τη δική του εξήγηση γι’ αυτά. Η λογοδοσία θεωρείται ότι ωφελεί τον ίδιο, καθώς τον κάνει πιο υπεύθυνο. Για το λόγο αυτό, συνήθως παρέχεται και στον δράστη ψυχοκοινωνική στήριξη από έμπειρα άτομα της κοινότητας, προκειμένου να μετασχηματίσει την εγωκεντρική του οπτική και να εξασκηθεί στο να θέτει όρια στον εαυτό του.

Σε σχέση, τέλος, με την κοινότητα, η προσδοκία είναι να συμμετάσχει ενεργά στην επίλυση της σύγκρουσης, δημιουργώντας ασφαλή πλαίσια τόσο για το θύμα, όσο και για το δράστη. Η κοινότητα έχει ένα ρόλο υποστήριξης και ένα ρόλο εποπτείας. Αναγνωρίζει ότι, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις βίας, υπάρχει οργή και διάθεση για εκδίκηση και έχει το καθήκον να τις συγκρατήσει. Χρειάζεται, λοιπόν, να έχει μία μεθοδολογία παρέμβασης με συνέχεια στο χρόνο.

Μηχανισμοί και διαδικασίες εφαρμογής της αποκαταστατικής δικαιοσύνης

Η διαμεσολάβηση

Πρόκειται για έναν μηχανισμό μέσω του οποίου, κάποιο τρίτο ουδέτερο άτομο ή επιτροπή, προσπαθεί να διευκολύνει και να συντονίσει το διάλογο ανάμεσα στο δράστη και το θύμα, με απώτατο στόχο την επίλυση της σύγκρουσης. Οι Γουαγιούς στη βορειοδυτική Βενεζουέλα και τη βόρεια Κολομβία κάνουν χρήση αυτού του μηχανισμού, στον οποίο, ο λεγόμενος palabrero («αυτός που φέρει τη λέξη») οφείλει να γνωρίζει καλά τους εσωτερικούς κανόνες και να επαγρυπνεί, ώστε να είναι δίκαιη η τελική συμφωνία ανάμεσα σε θύμα και δράστη.

Αρχικά προσεγγίζει το θύμα και το δράστη με σκοπό να διαπιστώσει, εάν η διαμεσολάβηση είναι κατάλληλη και επιθυμητή και από τους δύο. Συγκεκριμένα, προσπαθεί να βεβαιωθεί ότι είναι ψυχολογικά ικανοί να αξιοποιήσουν τη διαδικασία αυτή με δημιουργικό τρόπο και ότι για το θύμα η συνάντηση δε θα συνεπάγεται περαιτέρω ψυχολογικό κόστος. Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει η απαραίτητη φυσική και συναισθηματική ασφάλεια, οι δύο πλευρές συζητούν σχετικά με το συμβάν. Στο τέλος συντάσσουν από κοινού ένα σχέδιο αποκατάστασης, το οποίο προτείνει αρχικά το θύμα και στη συνέχεια τίθεται υπό διαπραγμάτευση. Ενδεικτικά, οι πρωτοβουλίες της αποκατάστασης μπορεί να είναι οικονομικές αποζημιώσεις, σε περίπτωση που το θύμα υπέστη τέτοιου είδους απώλειες, δημόσια έκφραση μεταμέλειας ή εργασίες προς όφελος της κοινότητας. Η συμφωνία ανακοινώνεται μαζί με ένα χρονοδιάγραμμα για την τήρηση της. Το άτομο που έχει το ρόλο του palabrero, γράφει στο χώμα με το μπαστούνι του τους όρους της συμφωνίας.

Συνελεύσεις μεταξύ οικογενειών

Αυτή η πρακτική μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά ή εναλλακτικά της προηγούμενης. Εμπλέκει το θύμα και το δράστη αλλά ανοίγει την εμβέλεια της και σε πρόσωπα που επηρεάζονται έμμεσα, δηλαδή, φίλους, συγγενείς και άλλους. Οι δύο πλευρές αφηγούνται τι συνέβη και στη συνέχεια η ευρύτερη ομάδα εκφράζει τις απόψεις της και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεται από το συμβάν. Τέλος, το θύμα δηλώνει ενώπιον όλων τι προσδοκίες έχει από τη συνάντηση και τι επιθυμεί ως επανόρθωση. Όλη η συνέλευση προτείνει μέτρα αποκατάστασης.

Τέτοιες εμπειρίες βασίζονται στη λεγόμενη «επανενταξιακή ντροπή», η οποία δεν έχει την έννοια της δημόσιας επίθεσης και διαπόμπευσης ενός προσώπου, αλλά της ντροπής που αισθάνεται, καθώς παραδέχεται τις πράξεις του μπροστά στα μάτια των κοντινών του ανθρώπων, προς τους οποίους τρέφει σεβασμό και θαυμασμό.

Κύκλοι συζήτησης

Σε αυτό το μηχανισμό συμμετέχουν και πρόσωπα της κοινότητας που ενδιαφέρονται να συνεισφέρουν στη διαδικασία. Η διαφορά με την παραπάνω πρακτική, είναι ότι είθισται να διαβάζονται κάποια κείμενα πολιτικά, ιστορίες ή γραπτά των προγόνων, μέσα από τα οποία θεωρείται ότι προλαμβάνονται τυχόν συγκρούσεις, προωθείται η συμφιλίωση, αλλά και η αυτοβελτίωση των ατόμων. Έτσι, ένα γεγονός αρχικά αρνητικό, αξιοποιείται ώστε να οικοδομηθεί το αίσθημα του ανήκειν στην κοινότητα και να εμπεδωθούν οι κοινές αξίες. Τόσο τις οικογενειακές, όσο και τις πιο εκτεταμένες συνελεύσεις, τις υιοθετούν, μεταξύ άλλων, οι Μαπούτσε στη νότια Χιλή και Αργεντινή, οι Κοφάνες στο Εκουαδόρ, καθώς και οι Κανκουάμο στη βόρεια Κολομβία.

Προσωρινή απομάκρυνση

Τέτοια μέτρα λαμβάνονται προκειμένου ο δράστης να αφιερώσει χρόνο για να αναστοχασμό, αλλά και για να αποφευχθούν ενέργειες αντεκδίκησης. Οι Τοχολαμπάλες στην επαρχία Τσιάπας του Μεξικού, απομακρύνουν προσωρινά τον υπαίτιο ενός εγκλήματος από τα αξιώματα και τις εργασίες που είχε αναλάβει και τον θέτουν σε καθεστώς επιτήρησης, μέχρι να επαναξιολογηθεί από την κοινότητα.

Στους Κούνας, που ζουν στο αρχιπέλαγος Σαν Μπλας ανοιχτά του Παναμά, ο δράστης παραπέμπεται σε δύο σαμάνους οι οποίοι διενεργούν ένα εξαγνιστικό τελετουργικό, καθώς το έγκλημα γίνεται αντιληπτό πρώτα απ’όλα ως πνευματική ασθένεια. Στη συνέχεια, στέλνεται σε ένα συγκεκριμένο νησί στο οποίο του ανατίθενται διάφορες εργασίες και επιστρέφει μόνο όταν δηλώσει ότι δεσμεύεται να μη διαταράξει ξανά τις σχέσεις του με την κοινότητα. Παρουσιάζεται τότε ενώπιον του θύματος, της οικογένειας του και της κοινότητας και από τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του απευθύνουν, κρίνεται το αν είναι ειλικρινής η μεταμέλεια του ή όχι. Αν γίνει αποδεκτή η επάνοδός του, πραγματοποιείται νέο τελετουργικά υποδοχής, ώστε να συσφιχθούν οι δεσμοί του με την κοινότητα.

Περιορισμοί και προοπτικές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης

Οι αμφιβολίες που εγείρονται σχετικά με την αποτελεσματικότητα της αποκατασττατικής δικαιοσύνης, είναι κυρίως γύρω από τρία σημεία. Το πρώτο αφορά το κατά πόσο ενδείκνυται στην αντιμετώπιση όλων των ειδών των αδικημάτων, περιλαμβανομένων και των κακουργημάτων. Είναι δυνατό να υπάρξει επανόρθωση και αποκατάσταση στην περίπτωση μιας δολοφονίας; Είναι δυνατό οι οικείοι του θύματος να συμφιλιωθούν με το δράστη; Είναι δυνατό εκείνος να επανενταχθεί άμεσα στην κοινότητα; Οι Νάσα αναγνωρίζουν ότι αυτό είναι ένα δύσκολο ζήτημα. Οι ίδιοι επιλέγουν την παραπομπή στην κρατική ποινική δικαιοσύνη και σε συμβατικές φυλακές, όταν πρόκειται για σοβαρά εγκλήματα (ανθρωποκτονίες), παρ’ όλο που παραδέχονται ότι κάτι τέτοιο είναι ενάντια στην κοσμοθεωρία τους.

Μια άλλη ένσταση αναδεικνύει το αδιέξοδο που προκαλείται, στις περιπτώσεις που ο δράστης δεν παραδέχεται την ενοχή του. Αυτό μπλοκάρει εξαρχής τη διαδικασία, καθώς η αποκαταστατική δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη συνεργασία του. Όταν ο υπαίτιος σφυρίζει αδιάφορα και δεν υπάρχουν μάρτυρες του εγκλήματος ή απτές αποδείξεις, τότε η κοινότητα έχει δύο επιλογές. Ή να αναθέσει την εξακρίβωση των γεγονότων στους αστυνομικούς και δικαστικούς φορείς του κράτους ή να μετατραπούν τα ίδια τα μέλη της σε ανακριτές και δικαστές. Και οι δύο αυτές επιλογές έχουν σοβαρά μειονεκτήματα. Η πρώτη συνεπάγεται απώλεια βαθμού της αυτονομίας της κοινότητας, καθώς ισοδυναμεί με παραδοχή ότι οι δικοί της μηχανισμοί δικαιοσύνης, είναι ανεπαρκείς. Και εφόσον παραχωρεί μέρος της δικαστικής της αυτονομίας, χάνει προφανώς και σε πολιτική αυτονομία.

Η δεύτερη επιλογή ενέχει τον κίνδυνο του σφάλματος. Ενδέχεται δηλαδή, ελλείψει στοιχείων να αποδοθεί στον δράστη μεγαλύτερη ενοχή από όση του αναλογεί ή από την άλλη, να υποβληθεί το θύμα σε επαναθυματοποίηση. Με λίγα λόγια, ακόμα και όταν υπάρχουν οι καλύτερες των προθέσεων, συχνά οι προσπάθειες για να διορθωθούν αδικίες, οδηγούν σε νέες αδικίες.

Τέλος, υπάρχει ο εξής προβληματισμός σε σχέση με το στίγμα. Μήπως τελικά, μέσω της δημόσιας καταδίκης, ο στιγματισμός είναι τόσο έντονος, όσο και σε άλλες, ακραίες μορφές διαπόμπευσης του παρελθόντος; Ίσως πράγματι θα ήταν παρακινδυνευμένο να ισχυριστούμε ότι η αποκαταστατική δικαιοσύνη δε στιγματίζει το δράστη. Το σημείο, όμως, στο οποίο υπερέχει από την κυρίαρχη ανταποδοτική, είναι ότι, η ενεργή εμπλοκή του δράστη σε ενέργειες αποκατάστασης, δημιουργεί καλύτερη πρόγνωση ως προς τη δυνατότητα του να «σβήσει» το στίγμα.

Παρά τις αδυναμίες της, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι αξίες τις οποίες προωθεί η αποκαταστατική δικαιοσύνη, είναι ο αμοιβαίος σεβασμός, η ειλικρίνεια, η υπευθυνότητα, η αλληλεγγύη. Οικοδομεί, έτσι μία ηθική της συνύπαρξης που δε συναντάμε στις κοινωνίες όπου υπερέχουν οι ατομικιστικές αξίες.

Προφανώς η εφαρμογή της απαιτεί χρόνο και κόπο, κοινότητες προετοιμασμένες και εξασκημένες στην εποπτεία των περιστατικών αλλά και με διάθεση αυτοκριτικής, ώστε να διορθώνουν τυχόν αστοχίες και να εξυγιαίνουν τις διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης. Για το λογο αυτό, αποδίδει στο μέγιστο βαθμό σε κοινότητες ή ομάδες αρκετά συνεκτικές, με χαρακτηριστικά όπως, συλλογική ταυτότητα σαφώς οριοθετημένη, κοινές αξίες, που καθοδηγούν τη συμπεριφορά των μελών τους και αλληλεγγύη, με το βαθύτερο νόημα της υπευθυνότητας που μπορεί να έχει ένα άτομο απέναντι στην κοινότητα στην οποία ανήκει.

Χρειάζεται, τέλος, να έχουμε υπόψη ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό μοντέλο αποκαταστατικής δικαιοσύνης που να προσφέρεται προς «μεταφύτευση», αλλά η κάθε συλλογικότητα οφείλει να οικοδομήσει εκείνους τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες, που ανταποκρίνονται καλύτερα στις δικές της ανάγκες.
Όλοκληρο το πολύ ενδιαφέρον άρθρο θα το βρείτε στο https://tierralibertad.com στον παρακάτω σύνδεσμο:

Αποκαταστατική δικαιοσύνη: παραδείγματα από τους ιθαγενείς λαούς της Νότιας Αμερικής

Comments